ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΛΑΪΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΣΧΕΤΙΚΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ
Ένα έθνος οφείλει να σέβεται τα άλλα έθνη. Ένα κράτος θα πρέπει να στοχεύει όλοι οι πολίτες του να έχουν συμφωνήσει σε μια κοινή γνώμη για την εξωτερική πολιτική και ηθική. Ένα κράτος όπου η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα τυγχάνει αυτονόητης καταδίκης. Ένα κράτος στο οποίο οι άνθρωποι είναι «υπεύθυνοι έργων» για τους προγόνους τους. Ένα κράτος στο οποίο ο τομέας της δικαιοσύνης θα λειτουργεί προληπτικά και μία από τις καινοτομίες θα είναι ότι οι μισθοί θα αποτελούν ευθύνη του. Μια κοινωνία που θα είναι η ίδια πηγή έμπνευσης. Ένα σύστημα που ο καθένας θα έχει το ρόλο του και δεν έχει υπαρξιακά προβλήματα!
Ο Χριστιανικός Σοσιαλισμός αναφέρεται σε όλους όσους ανήκουν στην Αριστερά και είναι συγχρόνως Χριστιανοί. Ο όρος Χριστιανικός Σοσιαλισμός χρησιμοποιείται υπό αυτή την έννοια από οργανισμούς, όπως η Χριστιανική Σοσιαλιστική Κίνηση, μια Χριστιανική ομάδα που συνδέεται με το Βρετανικό Εργατικό Κόμμα. Ο όρος αναφέρεται επίσης σε προσωπικότητες του 19ου αιώνα όπως ο συγγραφέας Frederick Denison Maurice (Το Βασίλειο του Χριστού, 1838) και ο Francis Bellamy- Βαπτιστής ιερέας και συγγραφέας του Όρκου Πίστης στις Η.Π.Α. Ένας αριθμός Χριστιανικών σοσιαλιστικών κινήσεων και πολιτικών κομμάτων σε κάθε σημείο του κόσμου έχουν συγκεντρωθεί στον Διεθνή Συνασπισμό Θρησκευόμενων Σοσιαλιστών. Μέλη του οργανισμού υπάρχουν σε 21 χώρες ενώ αριθμεί στα 200.000 μέλη. Οι Χριστιανοί Σοσιαλιστές βλέπουν τα κοινά στοιχεία που χαρακτήρισαν το μήνυμα του Ιησού Χριστού, που ήταν ενάντια του κατεστημένου της εποχής του, πολλές φορές των υποκριτικών θρησκευτικών αρχών και ήταν μήνυμα ισότητας, με το σοσιαλιστικό μήνυμα ισότητας, το οποίο είναι και αυτό ενάντια στο κατεστημένο και μερικές φορές ιδιαιτέρως αντικληρικαλιστικό. Μερικοί Χριστιανοί σοσιαλιστές πήγαν ακόμα πιο πέρα αφού έγιναν δραστήριοι Κομμουνιστές. Αυτό το φαινόμενο ήταν πιο σύνηθες στους Χριστιανούς ιεραπόστους στη Κίνα και ο πιο γνωστός απ’ όλους αυτούς ήταν ο James Gareth Endicott, ο οποίος υποστήριξε τον αγώνα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας τις δεκαετίες του 30 και του 40. Δεν πρέπει να συγχέεται ο Χριστιανικός σοσιαλισμός με κάποια κόμματα με τον όρο ¨Χριστιανοσοσιαλιστικός¨ στα ονόματά τους, τα οποία βρίσκονται κυρίως στον γερμανόφωνο κόσμο, όπως για παράδειγμα η σύγχρονη Χριστιανοσοσιαλιστική Ένωση στη Βαυαρία και το Χριστιανοσοσιαλιστικό Κόμμα στην Αυστροουγγαρία γύρω στο 1900. Τέτοια κόμματα δεν υποστηρίζουν πως είναι σοσιαλιστικά, ούτε θεωρούνται σοσιαλιστικά από άλλους. Ο όρος Χριστιανοδημοκράτες είναι καταλληλότερος για αυτά τα κόμματα.
Αυτά που γράφονται εδώ είναι για όσους στοχάζονται μία κυβέρνηση που δίνει αξία στην υπευθυνότητα, σε μια οικονομία που ανταποκρίνεται με θέρμη και κατανόηση προς όλους τους ανθρώπους, σε όσους θέλουν να συνομιλούν και να ανταλλάσουν με λογική και σαφήνεια τις απόψεις τους δημόσια, μια κυβέρνηση που να δέχεται τους καλλιτέχνες και τους συγγραφείς, που θέλει να βελτιώσει τις κοινωνικές σχέσεις και να αναπτύξει την ευγένεια και την ευπρέπεια σε όλες τις πτυχές της κοινωνίας. Ο Χριστιανικός Σοσιαλισμός είναι μια σταθερή αρχή. Η κοινότητα θα γίνει ο κάτοχος όλων των μέσων παραγωγής (της γης και του κεφαλαίου) συλλογικά και θα τα χρησιμοποιήσει για το καλό όλων. Τα θεμέλια του Χριστιανικού Σοσιαλισμού: Ο δημιουργός Θεός είναι ο πρωτουργός όλων όσων φαίνονται και δε φαίνονται. Η κοινή αδελφοσύνη όλων των ανθρώπων. Η ψυχική ταύτιση του Θεού με την ανθρωπότητα μέσω του Ιησού Χριστού. Το βασίλειο, όπως το λέμε ¨ελθέτω η βασιλεία σου¨, είναι ο υπέρτατος σκοπός. Η Εκκλησία, η κοινότητα του Χριστού, που σ’ αυτήν ζει το Άγιο Πνεύμα και τη διδαχθήκαμε μέσα στους αιώνες απ’ τους Πατέρες και τους Αγίους, είναι αυτή που οδηγεί στο βασίλειο.
Ο θεϊκός σκοπός, που είναι όχι μόνο η σωτηρία μας ατομικά, αλλά η λύτρωση όλης της κοινωνικής τάξης. Ο Χριστιανικός Σοσιαλισμός θέλει να διατηρήσει την ισορροπία μεταξύ: Της ανάγκης για προσωπικής και ομαδικής ελευθερίας, για πρωτοβουλία και κοινή εξουσία στη κοινότητα, στη πολιτική και βιομηχανική ζωή, και στη ζωή μέσα στην εκκλησία. Προσωπική και κοινή ιδιοκτησία για να ενθαρρύνει πνεύμα πρωτοβουλίας στην αδελφότητα. Εθνική ανεξαρτησία και διεθνής αλληλεξάρτηση, ώστε να μην υπάρχει χώρος για εθνικισμούς και αυτοκρατορίες. Φιλειρηνισμός σε όλες τις περιστάσεις που καταλήγει μόνο όταν δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα στη χρήση βίας. Γιατί η πειθώ είναι το πρώτο όπλο και η βία το τελευταία, στο Χριστιανικό οπλοστάσιο. Ο Χριστιανικός Σοσιαλισμός ενθαρρύνει και βοηθάει την εφαρμογή και την απόλαυση όλων των τεχνών και των αθλημάτων παράλληλα με τον αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη, το οποίο είναι ένα σοβαρό ζήτημα αλλά δεν πρέπει να μετατρέπεται σε βλοσυρή και αγέλαστη απασχόληση. Ο Χριστιανικός Σοσιαλισμός αποδίδει σεβασμό στην παράδοση, την ώριμη πίστη των αιώνων, ενώ παράλληλα πράττει αστραπιαία τις αποφάσεις που χρειάζονται στο παρόν. Ο Χριστιανικός Σοσιαλισμός είναι το μόνο σύγχρονο σύστημα και η μόνη εξελιγμένη άποψη που αγκαλιάζει ολόκληρο τον Χριστιανικό κόσμο και όλα τα άτομα με καλή θέληση κάθε ηλικίας.
Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ
Κανείς δεν μπορεί να είναι δούλος σε δύο κυρίους. Γιατί ή θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλο, ή θα στηριχτεί στον ένα και θα περιφρονήσει τον άλλο. Δεν μπορείτε να είστε δούλοι και στο Θεό και στο χρήμα. (Κατά Ματθαίον 6:24). Σκοπός βέβαια δεν είναι να στερηθείτε εσείς για να ανακουφίσετε τους άλλους, αλλά να υπάρχει σε όλους ισότητα. Στην παρούσα περίπτωση, το δικό σας περίσσευμα θα προστεθεί στο υστέρημα εκείνων, ώστε μια άλλη φορά το δικό τους περίσσευμα να προστεθεί στο δικό σας υστέρημα και να υπάρξει έτσι ισότητα. Όπως λέει η Γραφή, αυτός που μάζευε πολύ δεν είχε περίσσευμα, κι αυτός που μάζευε λίγο δεν είχε υστέρημα. (ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ 8:13,14). Δεν υπάρχει πια Ιουδαίος και ειδωλολάτρης, δεν υπάρχει δούλος και ελεύθερος, δεν υπάρχει άντρας και γυναίκα. Όλοι σας είστε ένας, χάρη στον Ιησού Χριστό. (ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ 3:28). Όλοι οι πιστοί ζούσαν σε έναν τόπο και είχαν τα πάντα κοινά. Πουλούσαν ακόμα και τα κτήματά και τα υπάρχοντά τους, και μοίραζαν τα χρήματα σε όλους, ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός. (ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ 2:44,45)
ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Είναι οι φτωχοί που βγάζουν το χρυσάφι, αν και δεν το έχουν και είναι υποχρεωμένοι να δουλεύουν στη δουλειά, επειδή χρειάζονται δουλειά, και παράγουν αυτά που δεν μπορούν να έχουν. (Άγιος Αμβρόσιος). Ο πλούτος είναι το αποτέλεσμα της κλοπής απ’ τους φτωχούς (Άγιος Ιερώνυμος). Δε φρίττεις άνθρωπε, δεν κοκκινίζεις από ντροπή, όταν χαρακτηρίζεις επιτιθέμενο αυτόν που παλεύει για το ψωμί του; Αυτός αν και φέρεται επιθετικά, ωστόσο δικαιούται τη συμπάθειά μας, γιατί τόσο πολύ πιέζεται από την πείνα, ώστε αναγκάζεται να φορέσει το προσωπείο της επιθετικότητας… Και πρέπει να σου πω ακόμα πως αυτός που επιτίθεται στην πραγματικότητα είσαι συ, γιατί αν και έρχεσαι τακτικά στην Εκκλησία και ακούς τα κηρύγματά μου, στην αγορά εν τούτοις προτιμάς και το χρυσάφι και τις επιθυμίες και τις ανθρώπινες φιλίες σου, παρά τις δικές μου προτροπές. (Ιωάννης ο Χρυσόστομος).
CHARLES KINGSLEY
(Ιούνιος 12, 1819- Ιανουάριος 23, 1875)
Άγγλος μυθιστοριογράφος, ο οποίος ενδιαφερόταν κυρίως για τη Δυτική Επαρχία και το Βορειοανατολικό Hampshire. Ο Kingsley γεννήθηκε στο Holne στην επαρχία Devon και ήταν γιος εφημέριου. Ο αδερφός του, Henry Kingsley, έγινε επίσης μυθιστοριογράφος. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Clovelly του Devon και μορφώθηκε στο Κολλέγιο Magdalene στο Cambridge, πριν συνεχίσει στον κλήρο της εκκλησίας. Απ’ το 1844, ήταν εφημέριος στο Eversley του Harmshire και το 1860 διορίστηκε Καθηγητής Πανεπιστημίου Νεώτερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Cambridge.
Το ενδιαφέρον του Kingsley για την ιστορία διασπείρεται μέσα στα συγγράμματά του, τα οποία περιλαμβάνουν το έργο του The Heroes (1856), ένα παιδικό βιβλίο για την Ελληνική μυθολογία, και αρκετές ιστορικές νουβέλες, απ’ τις οποίες η πιο γνωστή είναι η Hypatia (1853), το Hereward the Wake (1865), και το Westward Ho! (1855).
Το ενδιαφέρον του Kingsley για τη κοινωνική μεταρρύθμιση απεικονίζεται στο σπουδαίο κλασσικό του έργο, The Water-Babies (1863), ένας είδος παραμυθιού για ένα αγόρι καπνοδοχοκαθαριστή, ένα έργο που είχε αρκετή απήχηση και στον 20ο αιώνα. Επίσης, στο συγκεκριμένο έργο ανέπτυξε σε λογοτεχνική φόρμα κάτι σαν καθαρτήριο, το οποίο είναι αντίθετο στην ¨Αντί-ρωμαϊκή¨ του θεολογία.Το 1872 ο Kingsley δέχτηκε τη Προεδρία του Ιδρύματος του Birmingham και του Midland και έγινε έτσι ο 19ος πρόεδρος. Kingsley έγραψε επίσης ποίηση και πολιτικά άρθρα, καθώς επίσης αρκετούς τόμους από κηρύγματα. Η διαφωνία του με τον Ρωμαιοκαθολικό John Henry Newman λέγεται πως παρακίνησε τον τελευταίο να συγγράψει την Απολογία του. Ο Kingsley ήταν επηρεασμένος από τον Frederick Denison Maurice, και ήταν κοντά σε πολλούς διανοουμένους της Βικτωριανής εποχής και συγγραφείς όπως τον George MacDonald.
O Kingsley πέθανε το 1875 και θάφτηκε στο νεκροταφείο της Εκκλησίας της Παρθένου Μαρίας στο Eversley. Σαν μυθιστοριογράφος η κύρια δύναμή του ήταν η ικανότητα που είχε στο να περιγράφει... Οι περιγραφές του για το τοπίο της Νοτίου Αμερικής στο Westaward Ho!, της Αιγυπτιακής ερήμου στο έργο Hypatia και του τοπίου στο βόρειο Devon στο Two Years Ago, είναι καταπληκτικές, και το Αμερικανικό σκηνικό περιγράφεται ακόμα πιο ζωντανά και αληθινά όταν το είχε προσέξει μόνο με τα μάτια της φαντασίας του στο τελευταίο του έργο, At Last, το οποίο το έγραψε μετά την επίσκεψή του στους τροπικούς. Η συμπάθειά του για τα παιδιά τον έμαθε πώς να εξασφαλίζει τα ενδιαφέροντα τους. Η εκδοχή του για την Ελληνική μυθολογία με το τίτλο The Heroes, το μυθιστόρημά του Water-babies και το Madam How and Lady Why, στο οποίο καταγίνεται με την φυσική ιστορία, όλα αυτά είναι απ’ τα καλύτερα παιδικά βιβλία.
Ο Charles Kingsley ήταν ψηλός και λιγνός, μυώδης και σχετικά δυνατός με ένα ακούραστο και ευέξαπτο ψυχισμό. Το χρώμα της επιδερμίδας του ήταν μελαμψό, τα μαλλιά του μαύρα και τα μάτια του λαμπερά και διαπεραστικά. Τον ευέξαπτο του χαρακτήρα τον κρατούσε σε αυστηρό έλεγχο, η διάθεσή του ήταν κυρίως θερμή, ευγενική και στοργική, με επιδεικτική περιφρόνηση και αγανάκτηση για ότι ήταν φαύλο και αισχρό. Ήταν καλός σύζυγος, πατέρας και φίλος. Μια απ’ τις κόρες του, η Leger Kingsley (Mrs. Harrison), έγινε γνωστή μυθιστοριογράφος με το ψευδώνυμο “Lucas Malet”. Η ζωή του Kingsley γράφτηκε απ’ τη γυναίκα του μετά το θάνατό του, με τον τίτλο Charles Kingsley, his Letters and Memories of his Life, και παρουσιάζει μια πολύ συναισθηματική και όμορφη εικόνα του συζύγου της, αλλά ίσως μετά βίας δικαιώνει το χιούμορ του, το λεπτό του πνεύμα, και την συνεχή ζωτικότητα και παιδική εύθυμη διάθεση του χαρακτήρα του.
Στην Απολογία του ο John Henry Newman εκφράζει τη θλίψη πως το υβρεολόγια του Kingsley μπορούσε να πείσει. Το χιούμορ του Kingsley διέφυγε από πολλούς, ίσως θα μπορούσε να βρεθεί σε ένα άλλο απ’ τα ιστορικά μυθιστορήματά του, με το όνομα της ηρωίδας του, της Υπατίας, στο οποίο η νεοπλατωνική φιλόσοφος της Αλεξάνδρειας γίνεται Χριστιανή τη στιγμή της αισχρής δολοφονίας της. Τέλος, το μυθιστόρημα του Kingsley Westward Ho! οδήγησε στην ίδρυση μιας πόλης με το ίδιο όνομα και επίσης έμπνευσε για τη κατασκευή ενός σιδηροδρόμου. Λίγοι συγγραφείς μπορούν να έχουν τέτοια σημαντική επιρροή στη περιοχή την οποία ύμνησαν. Ένα ξενοδοχείο στο Westward Ho! πήρε το όνομά του απ’ αυτόν και επίσης εγκαινιάστηκε απ’ αυτόν.
JOHN LUDLOW
Ήταν, όπως και οι προαναφερθέντες, Άγγλος, και πιστός Προτεστάντης, αλλά μορφώθηκε στη Γαλλία, όπου και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος όταν ήταν νέος στο Παρίσι, και έτσι ενημερώθηκε για το ρεύμα του σοσιαλισμού της εποχής του. Πραγματικά, ο Ludlow όπως ομολόγησε και αργότερα είχε εξασκήσει τον εαυτό του ώστε να είναι Φουριεριστής. Η καριέρα του Ludlow ήταν αρκετά μεγάλη, αφού γεννήθηκε το 1821 και έζησε ενενήντα ολόκληρα χρόνια- γεφυρώνοντας τη Βικτωριανή εποχή. Ενεργό στέλεχος της ιεραποστολής, βοηθώντας τους φτωχούς του Λονδίνου, έκδιδε τον Χριστιανό Σοσιαλιστή, και ενθάρρυνε τις κινήσεις των νέων Εργατικών Σωματίων, βοήθησε στο να ιδρυθεί το Κολλέγιο των Εργαζομένων, και για δεκαέξι χρόνια υπηρέτηση σαν Διοικητής των Φιλικών Κοινωνιών, εγγράφοντας 25,000 εργατικούς οργανισμούς. Η αυτοβιογραφία του ξεκίνησε τον 76 χρόνο της ζωής του, δίνοντας μας λογαριασμό για όλα αυτά τα ποικίλα ενδιαφέροντα, ήταν ένας περίπλοκος άνθρωπος ο οποίος πάντα πρώτα έκρινε τον εαυτό του και βαθιά θρησκευόμενος. Ο Ludlow θαύμαζε ιδιαίτερα τον Thomas Arnold και η πίστη του στον Χριστιανισμό ήταν κάτι σαν απόσταγμα απ’ το βιβλίο ¨Οι Σχολικές Μέρες του Τομ Μπράουν¨, γεμάτος με ηθικές δοκιμασίες.
ΤΗΟΜΑS HUGHES
(20 Οκτωβρίου, 1822- 22 Μαρτίου, 1896)
ήταν Άγγλος δικηγόρος και συγγραφέας. Είναι πιο γνωστός λόγω της νουβέλας του ¨Οι Μαθητικές Μέρες του Τομ Μπράουν¨ (1857), ένα ημι-αυτοβιογραφικό έργο που η υπόθεσή του εξελίσσεται στο σχολείο Ράγκμπι, στο οποίο είχε παρακολουθήσει ο Hughes. Αργότερα έγραψε μια λιγότερο γνωστή νουβέλα ο ¨Τομ Μπράουν στην Οξφόρδη¨ (1861). Ο Hughes ήταν ο δεύτερος γιος του John Hughes, εκδότη του Boscobel Tracts (1830). Ο Thomas Hughes γεννήθηκε στο Uffington, του Berkshire. Το Φεβρουάριο του 1834 πήγε στο σχολείο Ράγκμπι, στο οποίο ήταν κάτω απ’ την επιτήρηση του Dr. Thomas Arnold, ο οποίος ήταν σύγχρονος του πατέρα του στο Κολλέγιο Όριελ, στην Οξφόρδη, και ένας απ’ τους πιο σημαντικούς Βρετανούς καθηγητές του 19ου αιώνα. Στην έκτη τάξη, γνώρισε τον διευθυντή του σχολείο, τον οποίο αργότερα εξιδανίκευσε αλλά διακρίθηκε περισσότερο στα αθλήματα παρά στις γνώσεις, και η μαθητική καριέρα του έφτασε στο μεσουράνημά της σε ένα παιχνίδι κρίκετ στο Λονδίνο. Το 1842 πήγε στο Όριελ, και αποφοίτησε το 1845. Ασχολήθηκε πρώτη φορά με τη δικηγορία το 1848, έγινε σύμβουλος της Βασίλισσας το 1869 και κοσμήτορας το 1870, και διορίστηκε δικαστής στη περιοχή Τσέστερ τον Ιούλιο 1882. Ο Hughes εκλέχτηκε στον Κοινοβούλιο σαν φιλελεύθερος για τη περιοχή Lambeth (1865-1868), και για τη περιοχή Frome (1868-1874). Σπουδαίος κοινωνικός μεταρρυθμιστής, ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τη κίνηση του Χριστιανικού Σοσιαλισμού στην οποία ηγέτης ήταν ο Frederick Maurice, ο οποίος είχε γίνει μέλος της από το 1848. Ο Hughes ασχολήθηκε με την ανάπτυξη εργατικών σωματίων. Αξιοπρόσεκτο είναι, ότι τον Ιανουάριο του 1854, ήταν ένας απ’ τους πρώτους που προώθησαν το Κολλέγιο των Εργαζομένων στην οδό Great Ormond. Το 1880 ίδρυσε μια αποικία στην Αμερική- το Rugby, στο Tennessee- η οποία σχεδιάστηκε σαν ένα πείραμα ουτοπικού τρόπου ζωής για τη δεύτερη γενιά της Αγγλικής αριστοκρατίας, αν και αυτό αργότερα αποδείχτηκε σε μεγάλο βαθμό ανεπιτυχές. Το 1848 o Hughes παντρεύτηκε τη Frances Ford. To 1853 εγκαταστάθηκαν στο Wimbledon και ενώ έμεναν εκεί ο Hughes έγραψε την φημισμένη ιστορία του “Οι Σχολικές Ημέρες του Τομ Μπράουν¨, το οποίο εκδόθηκε τον Απρίλιο του 1857. Ο Hughes έγραψε επίσης τα βιβλία ¨The Scouring of the White Horse” (1859), Tom Brown at Oxford (1861), Religio Laici (1868), Life of Alfred the Great (1869) και το Memoir of a Brother. Ο αδερφός του ήταν ο George Hughes, ο οποίος ήταν και ο χαρακτήρας στο οποίο βασίστηκε για να δημιουργήσει τον χαρακτήρα του Τομ Μπράουν.
DOROTHY DAY
(8 Νοεμβρίου, 1897- 29 Νοεμβρίου 1969)
Kατέχει τον τίτλο Υπηρέτης του Θεού απ’ την Καθολική Εκκλησία ήταν Αμερικανίδα δημοσιογράφος η οποία ασχολήθηκε με τον ακτιβισμό, αναρχική, ήταν μέλος στους IWW (Εργάτες Βιομηχανιών Του Κόσμου) και ευσεβές μέλος της Καθολικής Εκκλησίας. Έγινε γνωστή απ’ τις εκστρατείες της για κοινωνική δικαιοσύνη, βοηθώντας τους φτωχούς, τους κατατρεγμένος, τους πεινασμένους και τους άστεγους. Μαζί με τον Peter Maurin, ίδρυσε την Καθολική Εργατική Κίνηση το 1933, υιοθετώντας τη μη-βία, και τη φιλοξενία για τους φτωχούς και τους καταπιεζομένους. Η Day αρχικά ζούσε έναν μποέμικο τρόπο ζωής, με δυο νόμιμους γάμους και μια έκτρωση, για την οποία έγραψε αργότερα στην αυτοβιογραφική νουβέλα της, Η Ενδέκατη Παρθένα. Αν και η νουβέλα είναι βασισμένη στη ζωή της, λέγεται ότι πιθανότατα αυτή να μην είχε κάνει έκτρωση και μόνο έμμεσα αναφέρει γι’ αυτό το θέμα στα επόμενα συγγράμματα της. Πάντως μετά τη γέννηση της κόρης της, Tamar, άρχισε να βλέπει με μεγαλύτερο σεβασμό τη ζωή της. Αυτό την έκανε να στραφεί προς τον Καθολικισμό και να γίνει μέλος της Εκκλησίας το 1927. Μαζί με τον Peter Maurin ιδρύσανε και αρχίσανε την εφημερίδα Καθολικός Εργάτης, κατοχυρώνοντας μια ουδέτερη, ειρηνική θέση στην πολεμική ατμόσφαιρα της δεκαετίας του 30. Η κίνηση γρήγορα αναπτύχθηκε σε ένα ¨σπίτι φιλοξενία¨ στις φτωχογειτονιές της Νέας Υόρκης και αργότερα δημιουργήθηκαν φάρμες για τους φτωχούς για να ζουν μαζί με έναν κοινοτικό τρόπο ζωής. Η κίνηση γρήγορα διαδόθηκε και σε άλλες πόλεις στις Η.Π.Α, στον Καναδά και στο Ηνωμένο Βασίλειο, περισσότερες από 30 ανεξάρτητες αλλά στενά συνδεδεμένες κοινότητες είχαν ιδρυθεί μέχρι το 1941. Σήμερα υπάρχουν 100 κοινότητες, με αρκετές στην Αυστραλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, το Καναδά, τη Γερμανία, την Ολλανδία, την Δημοκρατία της Ιρλανδίας, το Μεξικό, τη Νέα Ζηλανδία και τη Σουηδία. Μέχρι τη δεκαετία του 1960 η Dorothy Day είχε συμπεριληφθεί απ’ στους αριστερούς Καθολικούς. Αν και η Day έγραφε παθιασμένα για τα δικαιώματα της γυναίκας, τον ελεύθερο έρωτα και τον έλεγχο γεννήσεων το 1910, αντιστάθηκε στην σεξουαλική επανάσταση της δεκαετίας του 60, λέγοντας ότι είχε ‘δει τα άρρωστα αποτελέσματα της αντίστοιχης σεξουαλικής επανάστασης της δεκαετίας του 20, όταν η ίδια έκανε την έκτρωση. Η Day συνδύασε μια εξαιρετικά προοδευτική στάση ζωής ως προς τα κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα μαζί με μια ορθόδοξη και παραδοσιακή αντίληψη Καθολικής ηθικής και ευλάβειας. Η Day βρίσκεται θαμμένη στο Κοιμητήριο της Ανάστασης στο νησί Staten, μόλις μερικά τετράγωνα απ’ το παραλιακό αγροτόσπιτο στο οποίο κάποτε έμεινε και όταν για πρώτη φορά ενδιαφέρθηκε για τον Καθολικισμό. Η Day προτάθηκε για τη διαδικασία να ανακηρυχθεί αγία το 1983. Μερικοί ήταν αντίθετοι με αυτή τη πρόταση λόγω των ¨αμαρτιών που διέπραξε στη νεότητά της¨- τον προγαμιαίο έρωτα και την έκτρωση. Φαίνεται ότι τούτοι οι άνθρωποι όντας αναμάρτητοι και παρθένοι έκριναν αρκετά εύκολα πως η Day ήταν ανάξια. H Day ήταν μια μεγάλη προσωπικότητα, αληθινά Χριστιανή που πρόσφερε έργο αγάπης στον κόσμο. Επίσης πολλοί απ’ τους Καθολικούς Εργάτες δεν ήταν σύμφωνοι προς τη διαδικασία αγιοποίησης της. Παρόλα ο Πάπας, επίσημα το 2000 της έδωσε το τίτλο Υπηρέτης του Θεού. Η αυτοβιογραφία της ¨Η Μακροχρόνια Μοναξιά¨ εκδόθηκε το 1952. Ο απολογισμός της Day για την Καθολική Εργατική κίνηση, Καρβέλια και Ψάρια, εκδόθηκε το 1963. Επίσης η ζωή της έχει παρουσιαστεί σε ταινία και ντοκιμαντέρ.
ROBERT MALACHY BURKE
(1907 – 1998)
Γεννήθηκε από οικογένεια κτηματιών της Αγγλικανικής Εκκλησίας της Ιρλανδίας στο Ballydugan, στη πόλη Loughrea της επαρχίας Galway, ο Robert Malachy Burke ήταν διάσημος Χριστιανός Σοσιαλιστής και φιλάνθρωπος. Ενεργός (μαζί με τη γυναίκα του, Ann Gratan απ’ το Belfast) σε αρκετές οργανώσεις για θέματα ανάπτυξης της κοινότητας, της συνεργασίας, του ειρηνικού ακτιβισμού, της θρησκείας και της πολιτικής. Στο Toghermore, Tuam (στο μέρος που γεννήθηκε η μητέρα του, Ethel Maud Henry) όπου πήγε να ζήσει μετά τον χωρισμό των δικών του, εγκατέστησε μία καινοτομική συνεταιριστική φάρμα. Σαν αντιπρόσωπος του Εργατικού Ιρλανδικού Κόμματος, έθεσε υποψηφιότητα για το συμβούλιο της Επαρχίας Galway και στη σύγκλητο της Ιρλανδικής Δημοκρατίας, αλλά αν και τον ψήφισαν σταθερά αρκετές φορές, δεν μπόρεσε να εκλεγεί στην Κάτω βουλή της Ιρλανδικής Δημοκρατίας. Έπειτα απ’ τον θάνατο της μητέρας του, ο Burke, δώρισε τη περιουσία του στον δημόσιο Ιρλανδικό οργανισμό για την υγεία έτσι ώστε να χρησιμοποιηθεί για τη καταπολέμηση της φυματίωσης, και νωρίς το 1951, ανέλαβε μια θέση σαν βιομηχανικός εργάτης με έναν Αγγλικανικό φιλανθρωπικό οργανισμό στη Νιγηρία. Μαζί με τη γυναίκα του Ann, τις επόμενες δεκαετίας εργάστηκε με διάφορες αντιπροσωπείες στην Αφρική, πριν το ζευγάρι αποσυρθεί στο Belfast.
KARL BARTH
(10 Μαΐου, 1886-10 Δεκεμβρίου, 1968)
Ένας σημαντικός Ελβετός Χριστιανός Προτεστάντης θεολόγος. Ήταν επίσης πάστορας και ένας απ’ τους ηγέτες διανοούμενους της νέο-ορθόδοξης κίνησης. Γεννημένος στη Βασιλεία, ο Barth πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Βέρνη. Απ’ το 1911 ως το 1921 υπηρέτησε σαν Προτεστάντης πάστορας στο χωριό Safenwil στο Argau. Το 1913 παντρεύτηκε τη Nell Hoffman, μια ταλαντούχο βιολονίστα. Μαζί θα αποκτούσαν τέσσερις γιους και μια κόρη. Αργότερα έγινε καθηγητής θεολογίας στο Göttingen (1921-1925), στο Münster (1925-1930) και στη Βόννη (1930-1935). Αναγκάστηκε να φύγει απ’ τη Γερμανία το 1935 αφού αρνήθηκε να ορκιστεί υποταγή στον Αδόλφο Χίτλερ. Ο Barth γύρισε πίσω στην Ελβετία και έγινε καθηγητής στη Βασιλεία (1935-1962). Ο Barth αρχικά εκπαιδεύτηκε να ακολουθήσει τον Προτεσταντικό Φιλελευθερισμό με δασκάλους όπως ο Wilhelm Hermann, αλλά αργότερα αντέδρασε ενάντια αυτής της θεολογίας τη περίοδο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η αντίδραση του αυτή τροφοδοτήθηκε από αρκετούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένου της αφοσίωσής του στη Γερμανική και Ελβετική Θρησκευτική-Σοσιαλιστική κίνηση η οποία περίκλειε ανθρώπους όπως ο Hermann Kutter, η επιρροή της κίνησης του Βιβλικού Ρεαλισμού την οποία περιστοίχιζαν πρόσωπα όπως ο Christoph Blumhardt και ο Søren Kierkegaard, και ο αντίκτυπος της σκεπτικιστικής φιλοσοφίας του Franz Overbeck.). Φυσικά όλα αυτά τα ονόματα ίσως προκαλούν την απορία του αναγνώστη, αρκεί όμως να τον πληροφορήσουμε πως όλοι αυτοί ήταν Θεολόγοι και ηγετικές φιγούρες του Χριστιανικού Σοσιαλιστικού κινήματος, κάποια στιγμή θα αναφερθούμε αναλυτικά σε καθένα απ’ όλα αυτά τα πρόσωπα. Ο πιο σημαντικός καταλύτης, ωστόσο, στην αντίδραση του προς στους περισσότερους φιλελεύθερους δασκάλους τους ήταν η υποστήριξη που είχαν όλοι αυτοί για τους σκοπούς του Γερμανικού πολέμου. Το ¨Μανιφέστο των 93 Γερμανών διανοουμένων προς τον Πολιτισμένο Κόσμο¨, το οποίο υποστήριζε τους σκοπούς του Γερμανικού πολέμου, έφερε την υπογραφή ενός πρώην δασκάλου του Barth, του Adolf von Harnack. Ο Barth πίστευε πως οι δασκαλοί του είχαν παραπλανηθεί από μια θεολογία η οποία έδενε τον Θεό δίπλα στις πιο εκλεπτυσμένες, βαθιές εκφράσεις και εμπειρίες των πολιτισμένων ανθρωπίνων υπάρξεων, αυτό τους υποχρέωνε να υποστηρίζουν πως υπήρχε θεϊκή υποστήριξη για έναν πόλεμο που είχαν πιστέψει πως γίνεται για τον πολιτισμό. Πολλά απ’ τη σκέψη του Barth ήταν μια άμεση αντίδραση στη φιλοσοφία του Hegel και στη θεολογία του Schleiermacher. Τα ερμηνευτικά σχόλια του Barth στην Προς Ρωμαίους Επιστολή, ειδικότερα στην δεύτερη έκδοση του 1922, ο Barth διαφώνησε ότι ο Θεός που εμφανίζεται στον σταυρό του Ιησού αντικρούει και ανατρέπει κάθε προσπάθεια να συμφιλιωθεί με τους ανθρώπινους πολιτισμούς, τα κατορθώματα τους, ή τις κατοχές τους. (Είναι γνωστή η αντίδραση μερικών εκκλησιαστικών ανθρώπων προς κάθε τι προοδευτικό ή επιστημονικό). Πολλοί θεολόγοι πιστεύουν ότι αυτό το έργο είναι η πιο σημαντική θεολογική πραγματεία από τη πραγματεία του Friedrich Schleiermacher ¨Περί Θρησκείας: Λόγοι στους Πολιτισμένους Καταφρονητές της¨. Στη δεκαετία που ακολούθησε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Barth συνδέθηκε με άλλους θεολόγους, που πραγματικά μοιράζονταν πολύ διαφορετικές απόψεις, οι οποίοι είχαν αντιδράσει ενάντια στη διδασκαλία της θεολογίας του φιλελευθερισμούς, με μια κίνηση που είναι γνωστή σαν ¨Διαλεκτική Θεολογία¨ (γερμ. Dialektische Theologie). Η κίνηση αυτή συμπεριλάμβανε προσωπικότητες όπως ο Rudolf Bultmann, o Eduard Thurneysen, o Emil Brunner, και ο Friedrich Gogarten. Το 1934, καθώς η Προτεσταντική Εκκλησία προσπαθούσε να συμφωνήσει με το Τρίτο Ράιχ, ο Barth ήταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για τη συγγραφή της Διακήρυξης του Μπάρμεν, η οποία απέρριψε την επιρροή που ήθελε να ασκήσει ο Ναζισμός στο Χριστιανισμό και στην Εκκλησία της Γερμανίας—διατυπώνοντας την άποψη ότι η υποταγή της Εκκλησίας στον Ιησού Χριστό της δίνει την ορμή και τους πόρους να αντιστέκεται στην επιρροή άλλων ¨αρχόντων¨- όπως ο Γερμανός Führer, Αδόλφος Χίτλερ. Αξιοσημείωτο είναι ότι όταν, στην πορεία για το διορισμό του, ρωτήθηκε αν υποστήριζε την εθνική άμυνα. Η απάντησή του ήταν η εξής, ¨Ναι, ειδικά στα βόρεια σύνορα!¨. Το 1938 έγραψε ένα γράμμα σε έναν Τσέχο συνάδελφο, τον Josef Hromádka, στο οποίο διακήρυττε ότι οι στρατιώτες που πολεμούν ενάντια του Τρίτου Ράιχ υπηρετούσαν έναν Χριστιανικό σκοπό. Η θεολογία του Barth βρήκε την πιο σταθερή και συναρπαστική της έκφραση μέσα απ’ το τεράστιο έργο των δεκατριών τόμων του, ¨Εκκλησιαστική Δογματική¨ (γερμ. Kirchliche Dogmatik). Ευρέως αναγνωρισμένη σαν ένα απ’ τα πιο σημαντικά θεολογικά έργα όλων των εποχών, η Εκκλησιαστική Δογματική εκφράζει το υψηλότερο σημείο του κατορθώματος του Barth σαν θεολόγου. Ο Barth έκδωσε τον πρώτο τόμο το 1932 και συνέχισε να εργάζεται πάνω σε όλο του το έργο μέχρι το θάνατό του το 1968, μέχρι τότε ήταν περίπου 6 εκατομμύρια λέξεις όλο αυτό το έργο. Ένα έργο με πολύ συνάφεια, οι τόμοι γράφτηκαν με χρονολογική σειρά, ξεκινώντας με τον πρώτο τόμο, και παρουσιάζει θεολογικά, πολιτικά αντικείμενα συζήτησης όπως και ερωτήσεις απ’ τους μαθητές του μετά τις διαλέξεις. Ο Barth εξερευνά όλο το Χριστιανικό δόγμα, και όπου το θεωρεί απαραίτητο το ερμηνεύει πάλι από την αρχή ώστε κάθε σημείο της ερμηνείας του οδηγεί σε μία ριζοσπαστική προσέγγιση του Ιησού Χριστού, έτσι ώστε να είναι αδύνατον να δεθεί ο Θεός στους ανθρώπινους πολιτισμούς, στα κατορθώματα τους και στα κεκτημένα τους. Έχει μεταφραστεί στα αγγλικά απ’ τους T.F. Torrance και G.W Bromiley. Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Barth υπήρξε μια σημαντική φωνή που υποστήριζε τη μετάνοια της Γερμανίας και τη συμφιλίωση της με τις Εκκλησίες στο εξωτερικό. Μαζί με τον Hans-Joachim Iwand, συνέγραψε την Έκθεση του Darmstadt το 1947, η οποία ήταν μια πιο χειροπιαστή και πραγματική δήλωση της Γερμανικής ενοχής και ευθύνης για το Τρίτο Ράιχ και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο απ’ την Διακήρυξη της Στουτγκάρδης το 1945. Σε αυτή τη διακήρυξη υποστήριξε και τόνισε πως θέληση και προθυμία της Εκκλησίας να συμπαρασταθεί με τις αντι-σοσιαλιστικές και συντηρητικές δυνάμεις οδήγησαν στην ευπάθειά της ως προς την Εθνικοσοσιαλιστική Ιδεολογία. Στο περιβάλλον που δημιουργήθηκε με την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, αυτή η δήλωσή του απορρίφτηκε από τους αντι-κομμουνιστές της Δύσης, που υποστήριζαν το πρόγραμμα των ¨Χριστιανοδημοκρατών¨ της Γερμανίας για νέο στρατιωτικό εξοπλισμό αλλά και απ’ τους διαφωνούντες της Ανατολικής Γερμανίας που πίστεψαν ότι δεν απεικόνιζε επαρκώς τους κινδύνους του Κομμουνισμού. Τη δεκαετία του ’50, ο Barth βρισκόταν σε συμφωνία με την ειρηνευτική κίνησα και αντιτάχθηκε στον επανεξοπλισμό της Γερμανίας. Το 1962, ο Barth επισκέφτηκε τις Η.Π.Α, όπου και έδωσε διάλεξη στο Θεολογικό Σεμινάριο του Πρίνστον και στο Πανεπιστήμιου του Σικάγο. Επίσης ήταν καλεσμένος στη Δεύτερη Σύνοδο του Βατικανού, αλλά δεν μπόρεσε να τη παρακολουθήσει λόγω ασθένειας. Κάποιος ρεπόρτερ ρώτησε τον Barth αν θα μπορούσε να συνοψίσει όλα αυτά που έχει πει στο πολύτομο έργο του. Ο Barth σκέφτηκε για μια στιγμή και ύστερα απάνατησε: ¨Ο Ιησούς μ’ αγαπάει, αυτό το γνωρίζω, γιατί μου το λέει η Βίβλος.¨ Ο Barth προσπαθεί να ξαναβρεί το Δόγμα της Τριαδικότητας που θεωρούνταν χαμένο στον Προτεσταντικό Φιλελευθερισμό. Το επιχείρημά του ακολουθεί απ’ την ιδέα ότι ο Θεός είναι το αντικείμενο της ίδιας της αυτογνωσίας του Θεού, και αποκάλυψη στη Βίβλο σημαίνει την αυτό-αποκάλυψη στην ανθρωπότητα του Θεού που δεν γίνεται να αποκαλυφθεί και να κατανοηθεί πλήρως απ’ την ανθρώπινη φύση. Αν και η θεολογία του Barth απέρριπτε το Γερμανικό Προτεσταντικό Φιλελευθερισμό, η θεολογία του δεν βρήκε πάντοτε την εύνοια αυτών που υποστήριζαν ένα διαφορετικό θεολογικό φάσμα: συντηρητικοί, ευαγγελικοί και φονταμεταλιστές. Το δόγμα του για τον Λόγο του Θεού, για παράδειγμα, δεν απορρέει επιχειρηματολογώντας ή προκηρύσσοντας ότι η Βίβλος πρέπει να είναι σταθερά και ενιαία ιστορικά και επιστημονικά ακριβής, και έπειτα να εγκαθιστά άλλες θεολογικές αξιώσεις πάνω σ’ αυτό το θεμέλιο. Κάποιοι ευαγγελικοί και φονταμεταλιστές κριτικοί του, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, τον θεώρησαν ¨νέο-ορθόδοξο¨ επειδή, ενώ η θεολογία του διατηρεί τα περισσότερα δόγματα του Χριστιανισμού, φαίνεται πως απορρίπτει τη πίστη που είναι ο απαραίτητος κρίκος του θεολογικού τους συστήματος: το βιβλικό αλάθητο. (Για παράδειγμα, γι’ αυτή τη πίστη του επικρίθηκε πολύ σκληρά απ’ τον συντηρητικό ευαγγελικό θεολόγο, Dr. Francis A. Schaeffer, ο οποίος ήταν μαθητής ενός αυστηρού επικριτή του Barth, του Dr. Cornelius Van Til.). Τέτοιοι επικριτές προκηρύσσουν μια αυστηρή Χριστιανική θεολογία χωρίς να βασίζουν αυτή τη θεολογία σε ένα υποστηρικτικό σύγγραμμα το οποίο να θεωρείται ότι είναι ιστορικά ακριβές σαν χωρισμός της θεολογικής αλήθειας απ’ την ιστορική αλήθεια, ο Barth επιχειρηματολόγησε πως το να υποστηρίζεις το αλάθητο της Βίβλου σαν θεμέλιο της θεολογίας, είναι σαν έχεις θεμέλιο κάτι διαφορετικό απ’ τον Ιησού Χριστό, και το ότι η κατανόηση της ορθότητας των Γραφών και της αξίας τους μπορεί να αναδυθεί μόνο αν μελετήσουμε σωστά τι σημαίνει να είναι κανείς αληθινός μάρτυρας του ενσαρκωμένου Λόγου, του Ιησού Χριστού. Η σχέση μεταξύ του Barth, του Προτεσταντικού Φιλελευθερισμού και φονταμεταλισμού πηγαίνει πολύ πέρα απ’ το θέμα του αλάθητου. Απ’ την οπτική γωνία του Barth, ο φιλελευθερισμός (με τον Friedrich Schleiermacher και τον Hegel σαν κύριους υπέρμαχούς του) είναι η θεοποίηση της ανθρώπινης σκέψης. Κάποιες φιλοσοφικές ιδέες γίνονται ο ψεύτικος Θεός, και η φωνή του αληθινού Θεού εμποδίζεται από αυτές. Αυτό οδηγεί στην αιχμαλωσία της θεολογίας απ’ την ανθρώπινη ιδεολογία. Στη θεολογία του Barth, δίνεται έμφαση ξανά και ξανά ότι οι ανθρώπινες ιδέες δεν γίνεται ποτέ να θεωρηθούν το ίδιο ακριβώς με την Αποκάλυψη του Θεού. Μ’ αυτή την άποψη, η Γραφή είναι επίσης γραμμένη σε ανθρώπινη γλώσσα, εκφράζοντας ανθρώπινες ιδέες. Δεν μπορεί να θεωρηθεί το ίδιο ακριβώς με την Αποκάλυψη του Θεού. Παρόλα αυτά, λόγω της ελευθερίας και της αγάπης Του, ο Θεός πραγματικά εμφανίζει τον Εαυτό Του μέσα από την ανθρώπινη γλώσσα και τις ιδέες. Έτσι ο Barth υποστηρίζει πως ο Χριστός παρουσιάζεται αληθινά στη Γραφή και στο κήρυγμα της εκκλησίας. O Barth στέκεται στη κληρονομιά της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης με προσοχή και επιφυλακτικότητα προς το πάντρεμα θεολογίας και φιλοσοφίας. Ο Barth μπλέχτηκε σε μια φιλονικία γύρω απ’ τα βιτρό του Καθεδρικού Ναού της Βασιλείας. Τα παράθυρα είχαν αφαιρεθεί κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου για τον φόβο ότι μπορεί να καταστρέφονταν από τις βόμβες, και ο Barth αντιστεκόταν στη προσπάθεια να τα επαναφέρουν στην εκκλησία. Η άποψή του ήταν ότι η εκκλησία δε χρειάζεται πορτρέτα της ιστορίας του ευαγγελίου δοσμένα με βιτρό. Το ευαγγέλιο ήρθε στην εκκλησία μόνο όταν ο Λόγος φανερώθηκε. ... Το περιστατικό αυτό ήταν κάτι το τυπικό που εμφάνιζε τη μοναδική αφιέρωση του Barth στο Λόγο.¨
Αυτός που είναι Χριστιανός και Σοσιαλιστής είναι πιο
επικίνδυνος για κάθε διεφθαρμένο κατεστημένο, που
κατασκευάζει άθεους καπιταλιστές.